Ἕσπερον

Ἕσπερον
Ἕσπερος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕσπερον — ἕσπερος of masc/fem acc sg ἕσπερος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφλέγω — ἐμφλέγω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.) 2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”